Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
καθορίσω
)
Συνώνυμα
καθορίζω
ορίζω
προσδιορίζω
καθιστώ
4
Αντώνυμα
αφήνω απροσδιόριστο
αφαιρώ
ακυρώνω
3
Ορισμός
Καθιστώ κάτι σαφές ή συγκεκριμένο.
Καθορίζω τα όρια ή τις συνθήκες κάτι.
Αποφασίζω ή καθορίζω κάτι με βεβαιότητα.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ορίσουμε τις ευθύνες του κάθε μέλους.
Ο νόμος ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Η συνθήκη ορίζει τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών.
3