1. Λέξη
    καθορίσω (ρήμα) - (παρόμοια: καθορίζω - καθαρίσω - καθίσω - καλωσορίσω - καθορίζομαι - ορίσω)
  2. Συνώνυμα
    • ορίζω
    • καθιστώ
    • προσδιορίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω απροσδιόριστο
    • ανακοινώνω αόριστα
    2
  4. Ορισμός
    • Καθιστώ κάτι σαφές ή οριστικό.
    • Προσδιορίζω με ακρίβεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να καθορίσουμε την ημερομηνία της συνάντησης.
    • Ο νόμος καθορίζει τα δικαιώματα των πολιτών.
    2