Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθορίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
καθορίζω
-
καθαρίσω
-
καθίσω
-
καλωσορίσω
-
καθορίζομαι
-
ορίσω
)
Συνώνυμα
ορίζω
καθιστώ
προσδιορίζω
3
Αντώνυμα
αφήνω απροσδιόριστο
ανακοινώνω αόριστα
2
Ορισμός
Καθιστώ κάτι σαφές ή οριστικό.
Προσδιορίζω με ακρίβεια.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να καθορίσουμε την ημερομηνία της συνάντησης.
Ο νόμος καθορίζει τα δικαιώματα των πολιτών.
2