Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οργανωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
οργανωμένος
-
οργανώνω
)
Συνώνυμα
διοργανωτής
συντονιστής
υπεύθυνος
3
Αντώνυμα
αναρχία
αταξία
2
Ορισμός
Αυτός που οργανώνει ή συντονίζει μια δραστηριότητα, εκδήλωση ή ομάδα.
Πρόσωπο ή οντότητα που φροντίζει για την ομαλή διεξαγωγή ενός γεγονότος ή ενός έργου.
2
Παραδείγματα
Ο οργανωτής του φεστιβάλ έκανε εξαιρετική δουλειά.
Ο οργανωτής της εκδήλωσης φρόντισε για όλες τις λεπτομέρειες.
2