1. Λέξη
    οργανώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: οργανώνω - ενώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • διοργανώνομαι
    • συντονίζομαι
    • προγραμματίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδιοργανώνομαι
    • χαλαρώνω
    • αποσυντονίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να κανονίζω ή να τακτοποιώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Να προετοιμάζομαι για κάτι μεθοδικά.
    • Να συντονίζομαι με άλλους για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οργανώνομαι για το ταξίδι μου από νωρίς.
    • Πρέπει να οργανωθούμε καλύτερα για την ομαδική εργασία.
    • Οργανώνομαι καθημερινά για να είμαι πιο παραγωγικός.
    3