Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οργανώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
οργανώνω
-
ενώνομαι
)
Συνώνυμα
διοργανώνομαι
συντονίζομαι
προγραμματίζομαι
3
Αντώνυμα
αποδιοργανώνομαι
χαλαρώνω
αποσυντονίζομαι
3
Ορισμός
Να κανονίζω ή να τακτοποιώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
Να προετοιμάζομαι για κάτι μεθοδικά.
Να συντονίζομαι με άλλους για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
3
Παραδείγματα
Οργανώνομαι για το ταξίδι μου από νωρίς.
Πρέπει να οργανωθούμε καλύτερα για την ομαδική εργασία.
Οργανώνομαι καθημερινά για να είμαι πιο παραγωγικός.
3