1. Συνώνυμα
    • συνδέομαι
    • ενωποποιούμαι
    • συμμαχώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • διαλύομαι
    • αποσυνδέομαι
    • χωρίζω
    3
  3. Ορισμός
    • Να συνδέομαι ή να ενώνω με κάποιον ή κάτι.
    • Να γίνομαι μέλος μιας ομάδας ή οργάνωσης.
    • Να συμφωνώ ή να ταιριάζω ιδεολογικά ή πρακτικά.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να ενωθώ με την ομάδα για να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδήλωσης.
    • Μετά από πολλές συζητήσεις, οι δύο ομάδες ενώθηκαν για ένα κοινό σκοπό.
    • Οι ιδέες μας ενώνονται σε πολλά σημεία, γι' αυτό και συνεργαζόμαστε τόσο καλά.
    3