Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ενημερώνομαι
-
επιδεινώνομαι
-
χώνομαι
-
εκδηλώνομαι
-
εξαπλώνομαι
-
οργανώνομαι
-
εξιλεώνομαι
-
υψώνομαι
-
εκπληρώνομαι
-
επανδρώνομαι
-
ενώνω
-
σηκώνομαι
-
μειώνομαι
-
αθωώνομαι
-
λερώνομαι
-
αγχώνομαι
-
ευθύνομαι
-
ενδέχομαι
-
απλώνομαι
-
ελευθερώνομαι
-
συρρικνώνομαι
)
Συνώνυμα
συνδέομαι
ενωποποιούμαι
συμμαχώ
3
Αντώνυμα
διαλύομαι
αποσυνδέομαι
χωρίζω
3
Ορισμός
Να συνδέομαι ή να ενώνω με κάποιον ή κάτι.
Να γίνομαι μέλος μιας ομάδας ή οργάνωσης.
Να συμφωνώ ή να ταιριάζω ιδεολογικά ή πρακτικά.
3
Παραδείγματα
Αποφάσισα να ενωθώ με την ομάδα για να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδήλωσης.
Μετά από πολλές συζητήσεις, οι δύο ομάδες ενώθηκαν για ένα κοινό σκοπό.
Οι ιδέες μας ενώνονται σε πολλά σημεία, γι' αυτό και συνεργαζόμαστε τόσο καλά.
3