1. Λέξη
    ορειβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιβάτης)
  2. Συνώνυμα
    • αναρριχητής
    • ορεινοδρόμος
    • βουνοπόρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεδινοδρόμος
    • πεδινός
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που ασχολείται με την ορειβασία.
    • Πρόσωπο που αναρριχάται σε βουνά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ορειβάτης ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου.
    • Οι ορειβάτες χρειάζονται ειδικό εξοπλισμό για τις αναρριχήσεις τους.
    2