Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορειβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιβάτης
)
Συνώνυμα
αναρριχητής
ορεινοδρόμος
βουνοπόρος
3
Αντώνυμα
πεδινοδρόμος
πεδινός
2
Ορισμός
Πρόσωπο που ασχολείται με την ορειβασία.
Πρόσωπο που αναρριχάται σε βουνά.
2
Παραδείγματα
Ο ορειβάτης ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου.
Οι ορειβάτες χρειάζονται ειδικό εξοπλισμό για τις αναρριχήσεις τους.
2