Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορθοπεδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
οδικός
)
Συνώνυμα
ορθοπεδικώς
ορθοπεδικό
2
Αντώνυμα
μη ορθοπεδικός
ανορθόδοξος
2
Ορισμός
Σχετικός με την ορθοπεδική, τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τη διόρθωση των διαταραχών του μυοσκελετικού συστήματος.
Που αφορά ή χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ή την πρόληψη των προβλημάτων των οστών, των αρθρώσεων και των μυών.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός είναι ειδικός σε ορθοπεδικά θέματα.
Χρειάζομαι ένα ζευγάρι ορθοπεδικά παπούτσια για να μειώσω τον πόνο στη μέση μου.
2