1. Λέξη
    ορθοπεδικός (επίθετο) - (παρόμοια: οδικός)
  2. Συνώνυμα
    • ορθοπεδικώς
    • ορθοπεδικό
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη ορθοπεδικός
    • ανορθόδοξος
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την ορθοπεδική, τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τη διόρθωση των διαταραχών του μυοσκελετικού συστήματος.
    • Που αφορά ή χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ή την πρόληψη των προβλημάτων των οστών, των αρθρώσεων και των μυών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός είναι ειδικός σε ορθοπεδικά θέματα.
    • Χρειάζομαι ένα ζευγάρι ορθοπεδικά παπούτσια για να μειώσω τον πόνο στη μέση μου.
    2