Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ομαδικός
-
δικός
-
οδοντικός
-
ολικός
-
ολλανδικός
-
διεξοδικός
-
οπτικός
-
ινδικός
-
ειδικός
-
κωδικός
-
ορθοπεδικός
)
Συνώνυμα
δρόμιος
αυτοκινητόδρομος
οδοποιητικός
3
Αντώνυμα
αοδικός
μη οδικός
2
Ορισμός
Σχετικός με δρόμους ή οδικές μετακινήσεις.
Που αναφέρεται στην κατασκευή ή τη συντήρηση δρόμων.
2
Παραδείγματα
Το οδικό δίκτυο της χώρας είναι πολύ ανεπτυγμένο.
Οι οδικές εργασίες προκαλούν μεγάλη κίνηση.
2