1. Λέξη
    οριστικά (επίρρημα) - (παρόμοια: οριστικός - οριστεί)
  2. Συνώνυμα
    • τελεσφόρα
    • αμετάκλητα
    • αναπότρεπτα
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσωρινά
    • υποθετικά
    • δοκιμαστικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή αλλαγή.
    • Με τρόπο που δηλώνει βεβαιότητα και οριστικότητα.
    • Με τρόπο που αποτελεί τελική απόφαση ή συμπέρασμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής απέρριψε οριστικά το αίτημα.
    • Αποφάσισε οριστικά να μετακομίσει στο εξωτερικό.
    • Η επιτροπή έκρινε οριστικά ότι το έργο δεν είναι εφικτό.
    3