Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οριστικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
οριστικός
-
οριστεί
)
Συνώνυμα
τελεσφόρα
αμετάκλητα
αναπότρεπτα
3
Αντώνυμα
προσωρινά
υποθετικά
δοκιμαστικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή αλλαγή.
Με τρόπο που δηλώνει βεβαιότητα και οριστικότητα.
Με τρόπο που αποτελεί τελική απόφαση ή συμπέρασμα.
3
Παραδείγματα
Ο δικαστής απέρριψε οριστικά το αίτημα.
Αποφάσισε οριστικά να μετακομίσει στο εξωτερικό.
Η επιτροπή έκρινε οριστικά ότι το έργο δεν είναι εφικτό.
3