1. Λέξη
    ουσιώδης (επίθετο) - (παρόμοια: ενθουσιώδης)
  2. Συνώνυμα
    • βασικός
    • ουσιαστικός
    • θεμελιώδης
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιφανειακός
    • δευτερεύων
    • ασήμαντος
    3
  4. Ορισμός
    • που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος ή φαινόμενου
    • που έχει μεγάλη σημασία ή αξία
    • που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και βάθος
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο προτάσεων είναι η ηθική τους βάση.
    • Οι ουσιώδεις αλλαγές στην πολιτική της εταιρείας επηρέασαν όλους τους εργαζόμενους.
    • Η συζήτηση κύλησε σε ουσιώδη ζητήματα που αφορούσαν το μέλλον της κοινότητας.
    3