Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ουσιώδης (επίθετο) - (παρόμοια:
ενθουσιώδης
)
Συνώνυμα
βασικός
ουσιαστικός
θεμελιώδης
3
Αντώνυμα
επιφανειακός
δευτερεύων
ασήμαντος
3
Ορισμός
που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος ή φαινόμενου
που έχει μεγάλη σημασία ή αξία
που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και βάθος
3
Παραδείγματα
Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο προτάσεων είναι η ηθική τους βάση.
Οι ουσιώδεις αλλαγές στην πολιτική της εταιρείας επηρέασαν όλους τους εργαζόμενους.
Η συζήτηση κύλησε σε ουσιώδη ζητήματα που αφορούσαν το μέλλον της κοινότητας.
3