Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενθουσιώδης (επίθετο) - (παρόμοια:
ουσιώδης
-
ενθουσιάζω
-
ενθουσιασμός
-
ενθουσιάζομαι
)
Συνώνυμα
προθυμότερος
ζωηρός
φλογερός
3
Αντώνυμα
αδιάφορος
ψυχρός
απαθής
3
Ορισμός
Πολύ ενθουσιασμένος ή παθιασμένος για κάτι.
Εκδηλώνει μεγάλο ενθουσιασμό ή ζήλο.
2
Παραδείγματα
Ο ενθουσιώδης ομιλητής κράτησε το κοινό του συγκεντρωμένο.
Η ενθουσιώδης υποδοχή του νέου προϊόντος ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
2