1. Λέξη
    ενθουσιώδης (επίθετο) - (παρόμοια: ουσιώδης - ενθουσιάζω - ενθουσιασμός - ενθουσιάζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • προθυμότερος
    • ζωηρός
    • φλογερός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • ψυχρός
    • απαθής
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ ενθουσιασμένος ή παθιασμένος για κάτι.
    • Εκδηλώνει μεγάλο ενθουσιασμό ή ζήλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ενθουσιώδης ομιλητής κράτησε το κοινό του συγκεντρωμένο.
    • Η ενθουσιώδης υποδοχή του νέου προϊόντος ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
    2