Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πάγωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φάγωμα
-
πάτωμα
-
πάπλωμα
)
Συνώνυμα
παγωνιά
κρύο
ψύχος
3
Αντώνυμα
ζέστη
θέρμη
καύσωνας
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία η θερμοκρασία πέφτει κάτω από το μηδέν και το νερό παγώνει.
Μια πολύ χαμηλή θερμοκρασία που προκαλεί την πάγωση των υγρών.
2
Παραδείγματα
Το πάγωμα έκανε τα νερά της λίμνης να παγώσουν.
Το αυτοκίνητο δεν ξεκίνησε λόγω του έντονου πάγωματος.
2