Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πάπλωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πάγωμα
-
πάτωμα
)
Συνώνυμα
κουβέρτα
σκεπάστρα
πλαϊστό
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα ύφασμα ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για να καλύψει κάποιον ή κάτι για να παρέχει ζεστασιά ή προστασία.
Μια στρώση υλικού που χρησιμοποιείται για να καλύψει ένα κρεβάτι.
2
Παραδείγματα
Το πάπλωμα ήταν τόσο ζεστό που δεν ένιωθα καθόλου το κρύο.
Έβαλε ένα πάπλωμα πάνω στο παιδί για να μην κρυώσει.
2