1. Λέξη
    πάπλωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πάγωμα - πάτωμα)
  2. Συνώνυμα
    • κουβέρτα
    • σκεπάστρα
    • πλαϊστό
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα ύφασμα ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για να καλύψει κάποιον ή κάτι για να παρέχει ζεστασιά ή προστασία.
    • Μια στρώση υλικού που χρησιμοποιείται για να καλύψει ένα κρεβάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πάπλωμα ήταν τόσο ζεστό που δεν ένιωθα καθόλου το κρύο.
    • Έβαλε ένα πάπλωμα πάνω στο παιδί για να μην κρυώσει.
    2