Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πάντα (επίρρημα) - (παρόμοια:
πάντως
-
μπάντα
-
πάνα
-
πάνω
)
Συνώνυμα
πάντοτε
συνεχώς
διαρκώς
3
Αντώνυμα
ποτέ
σπάνια
επίσης
3
Ορισμός
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς εξαίρεση.
Σε κάθε χρονική στιγμή, χωρίς διακοπή.
2
Παραδείγματα
Πάντα φοράει μαύρα ρούχα.
Πάντα βοηθάει τους φίλους του.
2