Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πάνω (επίρρημα) - (παρόμοια:
πάνα
-
παραπάνω
-
πάνελ
-
πιάνω
-
πάντα
)
Συνώνυμα
επάνω
άνω
υψηλά
3
Αντώνυμα
κάτω
χαμηλά
2
Ορισμός
Σε υψηλότερο σημείο ή επίπεδο.
Σε θέση που βρίσκεται πιο ψηλά από κάτι άλλο.
Σε κατάσταση ή θέση που είναι πάνω από κάτι άλλο.
3
Παραδείγματα
Το βιβλίο είναι πάνω στο τραπέζι.
Πήγα πάνω στο βουνό για να δω την θέα.
Το αεροπλάνο πετάει πολύ πάνω από τα σύννεφα.
3