Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πάσα (επίθετο) - (παρόμοια:
πάσχω
-
πάστα
)
Συνώνυμα
όλη
ολόκληρη
κάθε
3
Αντώνυμα
κανένα
τίποτα
μερική
3
Ορισμός
που αναφέρεται στο σύνολο ή σε κάθε μέρος ενός συνόλου χωρίς εξαίρεση
που δηλώνει πλήρη κάλυψη ή συμπερίληψη
2
Παραδείγματα
Πάσα η πόλη γιορτάζει σήμερα.
Έδωσε πάσα του η προσπάθεια για να τα καταφέρει.
2