1. Λέξη
    πάστα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πάσα - πάστορας)
  2. Συνώνυμα
    • μακαρονάδα
    • ζυμαρικό
    • μακαρόνι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Τρόφιμο που παρασκευάζεται από ζύμη από αλεύρι και νερό, με διάφορα σχήματα και μεγέθη.
    • Γλυκό ζαχαροπλαστικής με βάση αμύγδαλα και ζάχαρη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα μου μαγείρεψε νόστιμη πάστα με σάλτσα ντομάτας.
    • Στο γλυκάδικο πουλάνε εξαιρετική πάστα αμυγδάλου.
    2