-
Λέξη
πήζω (ρήμα) - (παρόμοια:
πρήζω)
-
Συνώνυμα
- στερεοποιούμαι
- πήγνυμαι
- πήζομαι
3
-
Αντώνυμα
- υγραίνομαι
- λιώνω
- διαλύομαι
3
-
Ορισμός
- Να γίνομαι στερεός ή πιο συμπαγής, συνήθως λόγω ψύξης ή χημικής αντίδρασης.
- Να παγώνω, να μετατρέπομαι από υγρή σε στερεή κατάσταση.
2
-
Παραδείγματα
- Το ζελέ άρχισε να πήζει όταν το βάλαμε στο ψυγείο.
- Η μπογιά πήζει γρήγορα όταν είναι κρύο.
2