1. Λέξη
    πήζω (ρήμα) - (παρόμοια: πρήζω)
  2. Συνώνυμα
    • στερεοποιούμαι
    • πήγνυμαι
    • πήζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγραίνομαι
    • λιώνω
    • διαλύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνομαι στερεός ή πιο συμπαγής, συνήθως λόγω ψύξης ή χημικής αντίδρασης.
    • Να παγώνω, να μετατρέπομαι από υγρή σε στερεή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ζελέ άρχισε να πήζει όταν το βάλαμε στο ψυγείο.
    • Η μπογιά πήζει γρήγορα όταν είναι κρύο.
    2