Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρήζω (ρήμα) - (παρόμοια:
πήζω
-
πρήζομαι
)
Συνώνυμα
φουσκώνω
διευρύνω
ογκώνω
3
Αντώνυμα
ξεφουσκώνω
συρρικνώνω
μαζεύω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να διογκωθεί ή να αυξηθεί σε μέγεθος.
Προκαλώ φλεγμονή ή ερεθισμό σε ένα μέρος του σώματος.
2
Παραδείγματα
Ο ήλιος πρήζει τα ξύλα που βρέχονται συχνά.
Το τσίμπημα της μέλισσας πρήζει το δάχτυλο.
2