Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πίστη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πίστα
-
πίστωση
-
πίσω
)
Συνώνυμα
εμπιστοσύνη
πεποίθηση
θρησκευτικό πιστεύω
3
Αντώνυμα
απιστία
δυσπιστία
αμφιβολία
3
Ορισμός
Η εμπιστοσύνη ή η πεποίθηση στην αλήθεια, την αξία ή την αξιοπιστία κάποιου ή κάτι.
Η θρησκευτική πεποίθηση ή η πίστη σε μια θρησκεία.
2
Παραδείγματα
Η πίστη του στις αρχές του τον βοήθησε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες.
Η πίστη σε έναν ανώτερο σκοπό μπορεί να προσφέρει παρηγοριά σε δύσκολες στιγμές.
2