1. Λέξη
    πίστωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαπίστωση - πίστα - πίστη)
  2. Συνώνυμα
    • πιστωτική δόση
    • προκαταβολή
    • χρηματοδότηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • χρέωση
    • πληρωμή
    • εξόφληση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να δίνει κανείς χρήματα σε κάποιον με την υπόσχεση επιστροφής τους.
    • Το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό.
    • Η διαδικασία χορήγησης δανείου από τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η τράπεζα έκανε πίστωση στο λογαριασμό μου για τα έξοδα του ταξιδιού.
    • Η εταιρεία έλαβε πίστωση για την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
    • Η πίστωση που του χορήγησαν ήταν επαρκής για τις ανάγκες του.
    3