Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πίστωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαπίστωση
-
πίστα
-
πίστη
)
Συνώνυμα
πιστωτική δόση
προκαταβολή
χρηματοδότηση
3
Αντώνυμα
χρέωση
πληρωμή
εξόφληση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να δίνει κανείς χρήματα σε κάποιον με την υπόσχεση επιστροφής τους.
Το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό.
Η διαδικασία χορήγησης δανείου από τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
3
Παραδείγματα
Η τράπεζα έκανε πίστωση στο λογαριασμό μου για τα έξοδα του ταξιδιού.
Η εταιρεία έλαβε πίστωση για την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Η πίστωση που του χορήγησαν ήταν επαρκής για τις ανάγκες του.
3