1. Λέξη
    παίξιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φταίξιμο - παίξω)
  2. Συνώνυμα
    • παιχνίδι
    • διασκέδαση
    • ψυχαγωγία
    3
  3. Αντώνυμα
    • δουλειά
    • συγκέντρωση
    • σοβαρότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του να παίζεις κάτι, συνήθως για ψυχαγωγία ή διασκέδαση.
    • Η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού ή ενός ρόλου σε θεατρικό έργο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παίξιμο των παιδιών στο πάρκο ήταν γεμάτο γέλιο.
    • Το παίξιμο του πιάνου από τον μουσικό ήταν εντυπωσιακό.
    2