Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παίξιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φταίξιμο
-
παίξω
)
Συνώνυμα
παιχνίδι
διασκέδαση
ψυχαγωγία
3
Αντώνυμα
δουλειά
συγκέντρωση
σοβαρότητα
3
Ορισμός
Η ενέργεια του να παίζεις κάτι, συνήθως για ψυχαγωγία ή διασκέδαση.
Η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού ή ενός ρόλου σε θεατρικό έργο.
2
Παραδείγματα
Το παίξιμο των παιδιών στο πάρκο ήταν γεμάτο γέλιο.
Το παίξιμο του πιάνου από τον μουσικό ήταν εντυπωσιακό.
2