1. Λέξη
    φταίξιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παίξιμο - φτιάξιμο - φταίω)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχή
    • υπαιτιότητα
    • κατηγορία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθωότητα
    • απαλλαγή
    • αθώωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη ή η κατάσταση του να φταίει κάποιος για κάτι.
    • Η ευθύνη που αναλογεί σε κάποιον για μια αρνητική κατάσταση ή συμβάν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φταίξιμο για το ατύχημα ήταν του οδηγού.
    • Δεν μπορείς να αποδώσεις το φταίξιμο σε κάποιον άλλον.
    2