Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παίρνει (ρήμα) - (παρόμοια:
παίρνεις
-
παίρνω
-
παίρνομαι
-
παίρνουμε
)
Συνώνυμα
λαμβάνει
αποκτά
συλλαμβάνει
3
Αντώνυμα
δίνει
χάνει
αφήνει
3
Ορισμός
Να λαμβάνει κάτι στα χέρια του ή στην κατοχή του.
Να μεταφέρει κάποιον ή κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
Να απαιτεί ή να χρειάζεται ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή προσπάθεια.
3
Παραδείγματα
Παίρνει το βιβλίο από το τραπέζι.
Ο δάσκαλος παίρνει τους μαθητές για εκδρομή.
Αυτή η εργασία παίρνει πολύ χρόνο.
3