1. Λέξη
    παγκάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παγάκι - παπάκι)
  2. Συνώνυμα
    • παρακαρίκι
    • παγκάκι
    • παγκάκια
    3
  3. Αντώνυμα
    • καρέκλα
    • θρόνος
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα μακρύ και στενό έπιπλο που χρησιμοποιείται για καθίσματα σε δημόσιους χώρους.
    • Ένα απλό ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα χωρίς πλάτη, συνήθως σε πάρκα ή πεζοδρόμια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθισα στο παγκάκι του πάρκου για να ξεκουραστώ.
    • Τα παγκάκια στο πεζοδρόμιο είναι για τους πεζούς.
    2