Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγκάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παγάκι
-
παπάκι
)
Συνώνυμα
παρακαρίκι
παγκάκι
παγκάκια
3
Αντώνυμα
καρέκλα
θρόνος
2
Ορισμός
Ένα μακρύ και στενό έπιπλο που χρησιμοποιείται για καθίσματα σε δημόσιους χώρους.
Ένα απλό ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα χωρίς πλάτη, συνήθως σε πάρκα ή πεζοδρόμια.
2
Παραδείγματα
Κάθισα στο παγκάκι του πάρκου για να ξεκουραστώ.
Τα παγκάκια στο πεζοδρόμιο είναι για τους πεζούς.
2