Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παπάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παπάς
-
παγάκι
-
καπάκι
-
παγκάκι
-
παϊδάκι
-
παιδάκι
)
Συνώνυμα
νεροπούλι
πάπια
πρασινοκέφαλη
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό πουλί της οικογένειας των νεροπουλιών, συνήθως με φτερά που αντιστέκονται στο νερό.
Εκφραστικά, μικρό παιδί ή νεαρό άτομο.
2
Παραδείγματα
Στη λίμνη κολυμπούσαν πολλά παπάκια.
Το παπάκι έτρεχε γύρω από την πλατεία χωρίς να φοβάται τους ανθρώπους.
2