1. Λέξη
    παπάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παπάς - παγάκι - καπάκι - παγκάκι - παϊδάκι - παιδάκι)
  2. Συνώνυμα
    • νεροπούλι
    • πάπια
    • πρασινοκέφαλη
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό πουλί της οικογένειας των νεροπουλιών, συνήθως με φτερά που αντιστέκονται στο νερό.
    • Εκφραστικά, μικρό παιδί ή νεαρό άτομο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στη λίμνη κολυμπούσαν πολλά παπάκια.
    • Το παπάκι έτρεχε γύρω από την πλατεία χωρίς να φοβάται τους ανθρώπους.
    2