Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παγώνι
-
παγώσω
-
πληγώνω
)
Συνώνυμα
κρυώνω
παγερώνω
κρυολογώ
3
Αντώνυμα
ζεσταίνομαι
θερμαίνομαι
2
Ορισμός
Να γίνω πολύ κρύος, να πάθω κρυολόγημα.
Να σταματήσω να κινούμαι ή να ενεργώ λόγω φόβου, έκπληξης ή άλλου έντονου συναισθήματος.
2
Παραδείγματα
Παγώνω από το κρύο έξω.
Όταν τον είδα, παγώσαμε και οι δύο από την έκπληξη.
2