Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
παγώνι
-
παγώνω
-
πληγώσω
)
Συνώνυμα
κατεψύχω
παγώνω
κρυώνω
3
Αντώνυμα
λιώνω
ζεσταίνω
θερμαίνω
3
Ορισμός
Να μετατρέψω ένα υγρό σε στερεό με τη μείωση της θερμοκρασίας του κάτω από το σημείο πήξης του.
Να κάνω κάτι πολύ κρύο.
Να σταματήσω την κίνηση ή την πρόοδο κάτι.
3
Παραδείγματα
Θα παγώσω το νερό για να φτιάξω πάγο.
Ο καιρός είναι τόσο κρύος που μπορεί να παγώσει τα νερά της λίμνης.
Ο φόβος μου παγώνει κάθε φορά που σκέφτομαι να μιλήσω μπροστά σε πολύ κόσμο.
3