1. Λέξη
    παθιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: παραβιάζω - παρουσιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • ενθουσιάζομαι
    • εμμονιάζω
    • παραφερνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • ψυχραιμώ
    • αποσύρομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονο πάθος ή ενθουσιασμό για κάτι.
    • Εμφανίζω υπερβολική ενασχόληση ή εμμονή με ένα θέμα.
    • Δραστηριοποιούμαι με μεγάλη ένταση και ζήλο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Παθιάζομαι με τη μουσική και ακούω συνέχεια νέα τραγούδια.
    • Παθιάζεται τόσο πολύ με το ποδόσφαιρο που παρακολουθεί όλα τα παιχνίδια της ομάδας του.
    • Όταν ξεκίνησε να μαθαίνει ζωγραφική, παθιάστηκε τόσο που ζωγράφιζε όλη μέρα.
    3