Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραβιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
παραβιάσω
-
παραβιάζομαι
-
παραβώ
-
παρουσιάζω
-
παθιάζω
-
παρασκευάζω
)
Συνώνυμα
παραβαίνω
παραμελώ
αθετώ
παρακούω
4
Αντώνυμα
σέβομαι
τηρώ
υπακούω
παραδέχομαι
4
Ορισμός
Δεν τηρώ ή δεν υπακούω σε κάποιον κανόνα, νόμο ή εντολή.
Εισέρχομαι σε χώρο χωρίς άδεια ή παραβιάζοντας κάποιον περιορισμό.
Προκαλώ βλάβη ή ζημιά σε κάτι, συνήθως με βίαιο ή απρόσεκτο τρόπο.
3
Παραδείγματα
Ο οδηγός παραβίασε τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
Κάποιος παραβίασε την ιδιωτικότητά μου εισερχόμενος στο δωμάτιό μου χωρίς άδεια.
Η κακή συντήρηση παραβίασε τη δομή του κτιρίου.
3