1. Λέξη
    παθιασμένα (επίρρημα) - (παρόμοια: παθιασμένος)
  2. Συνώνυμα
    • με πάθος
    • έντονα
    • ζωηρά
    • ολοψύχως
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορα
    • ψυχρά
    • απαθώς
    • αμέριμνα
    4
  4. Ορισμός
    • Με έντονο συναίσθημα ή ενθουσιασμό.
    • Με μεγάλη δέσμευση και προθυμία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μίλησε παθιασμένα για τα πιστεύω του.
    • Υποστήριξε παθιασμένα την άποψή της κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
    2