Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παθιασμένα (επίρρημα) - (παρόμοια:
παθιασμένος
)
Συνώνυμα
με πάθος
έντονα
ζωηρά
ολοψύχως
4
Αντώνυμα
αδιάφορα
ψυχρά
απαθώς
αμέριμνα
4
Ορισμός
Με έντονο συναίσθημα ή ενθουσιασμό.
Με μεγάλη δέσμευση και προθυμία.
2
Παραδείγματα
Μίλησε παθιασμένα για τα πιστεύω του.
Υποστήριξε παθιασμένα την άποψή της κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
2