1. Συνώνυμα
    • ενθουσιασμένος
    • προσηλωμένος
    • ολοψύχως αφοσιωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • απαθής
    • ψυχρός
    3
  3. Ορισμός
    • που δείχνει έντονο συναίσθημα ή ενθουσιασμό για κάτι
    • που χαρακτηρίζεται από έντονο πάθος ή δέσμευση
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο παθιασμένος οπαδός υποστήριζε την ομάδα του με κάθε ευκαιρία.
    • Έδειξε παθιασμένο ενδιαφέρον για τη μουσική από μικρή ηλικία.
    2