Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παιδιάστικο (επίθετο) - (παρόμοια:
παιδιάστικος
-
παιδιά
)
Συνώνυμα
παιχνιδιάρικο
διασκεδαστικό
χαρωπό
3
Αντώνυμα
σοβαρό
βαρετό
μελαγχολικό
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από παιχνιδιάρικη διάθεση ή συμπεριφορά
που προκαλεί ευχάριστη και ελαφριά αίσθηση
2
Παραδείγματα
Έκανε μια παιδιάστικη κίνηση που έκανε όλους να γελάσουν.
Το ύφος του ήταν ελαφρύ και παιδιάστικο, παρόλο που μιλούσε για σοβαρά θέματα.
2