1. Λέξη
    παιδιάστικο (επίθετο) - (παρόμοια: παιδιάστικος - παιδιά)
  2. Συνώνυμα
    • παιχνιδιάρικο
    • διασκεδαστικό
    • χαρωπό
    3
  3. Αντώνυμα
    • σοβαρό
    • βαρετό
    • μελαγχολικό
    3
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από παιχνιδιάρικη διάθεση ή συμπεριφορά
    • που προκαλεί ευχάριστη και ελαφριά αίσθηση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκανε μια παιδιάστικη κίνηση που έκανε όλους να γελάσουν.
    • Το ύφος του ήταν ελαφρύ και παιδιάστικο, παρόλο που μιλούσε για σοβαρά θέματα.
    2