Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παιδιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παιδικό
-
παιδιάστικο
-
παιδικός
-
παιδί
-
παιδιάστικος
-
παιδάκι
-
παιδεία
-
παιδιατρική
)
Συνώνυμα
νεαρά άτομα
μικρά
αγοράκια
κοριτσάκια
4
Αντώνυμα
ενήλικες
μεγάλοι
2
Ορισμός
Μικρά άτομα σε ηλικία, συνήθως από τη γέννηση έως την εφηβεία.
Οι απόγονοι ενός ατόμου.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά παίζουν στο πάρκο.
Τα παιδιά της γειτονιάς είναι πολύ φιλόξενα.
2