1. Λέξη
    παλαιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παλαιστίνη - παλαιός)
  2. Συνώνυμα
    • πυγμάχος
    • παλαιστής
    • μαχητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειρηνιστής
    • αποφεύγων τη σύγκρουση
    2
  4. Ορισμός
    • Αθλητής που αγωνίζεται στην πυγμαχία ή σε άλλα αγωνίσματα μάχης.
    • Πρόσωπο που συμμετέχει σε φυσική σύγκρουση ή μάχη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παλαιστής προπονήθηκε σκληρά για τον επερχόμενο αγώνα.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι παλαιστές ήταν πολύ σεβαστοί.
    2