Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλαιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παλαιστίνη
-
παλαιός
)
Συνώνυμα
πυγμάχος
παλαιστής
μαχητής
3
Αντώνυμα
ειρηνιστής
αποφεύγων τη σύγκρουση
2
Ορισμός
Αθλητής που αγωνίζεται στην πυγμαχία ή σε άλλα αγωνίσματα μάχης.
Πρόσωπο που συμμετέχει σε φυσική σύγκρουση ή μάχη.
2
Παραδείγματα
Ο παλαιστής προπονήθηκε σκληρά για τον επερχόμενο αγώνα.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι παλαιστές ήταν πολύ σεβαστοί.
2