Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλαιός (επίθετο) - (παρόμοια:
παλιός
-
παλαβός
-
παλαιότερος
-
παλαιστής
-
παλμός
-
παλαιστίνη
)
Συνώνυμα
αρχαίος
παλιός
προγενέστερος
3
Αντώνυμα
νέος
σύγχρονος
μοντέρνος
3
Ορισμός
που υπάρχει ή χρησιμοποιείται από πολύ παλιά
που ανήκει σε προηγούμενη εποχή
που έχει χαθεί η νεότητα ή η φρεσκάδα του
3
Παραδείγματα
Ο παλαιός μου φίλος επισκέφτηκε την πόλη.
Βρήκα ένα παλαιό βιβλίο στη σοφίτα.
Ο παλαιός τρόπος ζωής έχει αλλάξει.
3