Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλαμάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλαμάκι
)
Συνώνυμα
χειλάκι
μικρό χέρι
2
Αντώνυμα
μεγάλο χέρι
χοντρό χέρι
2
Ορισμός
Μικρό χέρι, συνήθως παιδικό ή πολύ λεπτό.
Ενδυμασία που φοριέται στα χέρια, ειδικά για ζεστασιά ή προστασία.
2
Παραδείγματα
Το παιδί έδειχνε το παλαμάκι του με περηφάνια.
Φόρεσε τα παλαμάκια του για να μην κρυώσει.
2