1. Λέξη
    παλαμάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλαμάκι)
  2. Συνώνυμα
    • χειλάκι
    • μικρό χέρι
    2
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλο χέρι
    • χοντρό χέρι
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό χέρι, συνήθως παιδικό ή πολύ λεπτό.
    • Ενδυμασία που φοριέται στα χέρια, ειδικά για ζεστασιά ή προστασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί έδειχνε το παλαμάκι του με περηφάνια.
    • Φόρεσε τα παλαμάκια του για να μην κρυώσει.
    2