Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλαμάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καμάκι
-
παλαμάκι
-
καλαμάρι
-
καλαμπόκι
)
Συνώνυμα
σωληνάκι
σωλήνας
σωληνίσκος
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρός σωλήνας, συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, όπως για να πίνει κανείς υγρά.
Μικρό κομμάτι ξύλου ή πλαστικού που χρησιμοποιείται για να ανακατεύει κανείς ροφήματα.
2
Παραδείγματα
Ήπινα τον χυμό μου με ένα καλαμάκι.
Χρειάζομαι ένα καλαμάκι για να ανακατέψω τον καφέ μου.
2