1. Λέξη
    καλαμάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καμάκι - παλαμάκι - καλαμάρι - καλαμπόκι)
  2. Συνώνυμα
    • σωληνάκι
    • σωλήνας
    • σωληνίσκος
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρός σωλήνας, συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, όπως για να πίνει κανείς υγρά.
    • Μικρό κομμάτι ξύλου ή πλαστικού που χρησιμοποιείται για να ανακατεύει κανείς ροφήματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήπινα τον χυμό μου με ένα καλαμάκι.
    • Χρειάζομαι ένα καλαμάκι για να ανακατέψω τον καφέ μου.
    2