Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλιόσκυλο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παλιός
)
Συνώνυμα
παλιοσκύλακας
παλιάνθρωπος
παλιόσκυλο
3
Αντώνυμα
καλός άνθρωπος
ευγενικός
ευγενής
3
Ορισμός
Άνθρωπος που θεωρείται κακός, ανέντιμος ή απατεώνας.
Πρόσωπο με κακή συμπεριφορά ή ηθική.
2
Παραδείγματα
Αυτός ο παλιόσκυλος με εξαπάτησε και πήρε τα λεφτά μου.
Μην τον εμπιστεύεσαι, είναι γνωστός παλιόσκυλος.
2