1. Συνώνυμα
    • αρχαίος
    • παλαιός
    • ξεπερασμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • νέος
    • σύγχρονος
    • μοντέρνος
    3
  3. Ορισμός
    • που υπάρχει ή χρησιμοποιείται από πολύ καιρό στο παρελθόν
    • που δεν είναι πλέον στη μόδα ή στη χρήση
    • που ανήκει σε προηγούμενη εποχή
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου έχει ένα παλιό αυτοκίνητο.
    • Αυτή η παλιά συνήθεια δεν υπάρχει πια.
    • Το παλιό σπίτι ήταν γεμάτο ιστορία.
    3