Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλιός (επίθετο) - (παρόμοια:
παλαιός
-
παλιότερα
-
παλμός
-
παλιόσκυλο
-
παλιόπραμα
-
παλιόπαιδο
-
παλιόφιλος
-
πατριός
-
παλαβός
)
Συνώνυμα
αρχαίος
παλαιός
ξεπερασμένος
3
Αντώνυμα
νέος
σύγχρονος
μοντέρνος
3
Ορισμός
που υπάρχει ή χρησιμοποιείται από πολύ καιρό στο παρελθόν
που δεν είναι πλέον στη μόδα ή στη χρήση
που ανήκει σε προηγούμενη εποχή
3
Παραδείγματα
Ο παππούς μου έχει ένα παλιό αυτοκίνητο.
Αυτή η παλιά συνήθεια δεν υπάρχει πια.
Το παλιό σπίτι ήταν γεμάτο ιστορία.
3