Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παντοδύναμος (επίθετο) - (παρόμοια:
αδύναμος
)
Συνώνυμα
παντοκράτωρ
παντοδύναμος
παντοδύναμος
3
Αντώνυμα
ανίσχυρος
αδύναμος
ασθενής
3
Ορισμός
Που έχει απόλυτη δύναμη ή εξουσία.
Που μπορεί να κάνει τα πάντα, που δεν έχει περιορισμούς.
2
Παραδείγματα
Ο Θεός είναι παντοδύναμος και μπορεί να κάνει τα πάντα.
Μόνο ένας παντοδύναμος ηγέτης μπορεί να ελέγξει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία.
2