1. Λέξη
    παντοδύναμος (επίθετο) - (παρόμοια: αδύναμος)
  2. Συνώνυμα
    • παντοκράτωρ
    • παντοδύναμος
    • παντοδύναμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανίσχυρος
    • αδύναμος
    • ασθενής
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει απόλυτη δύναμη ή εξουσία.
    • Που μπορεί να κάνει τα πάντα, που δεν έχει περιορισμούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Θεός είναι παντοδύναμος και μπορεί να κάνει τα πάντα.
    • Μόνο ένας παντοδύναμος ηγέτης μπορεί να ελέγξει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία.
    2