1. Λέξη
    αδύναμος (επίθετο) - (παρόμοια: αδύνατος - αδύνατη - αδύνατο - παντοδύναμος - μεγαλοδύναμος)
  2. Συνώνυμα
    • ασθενής
    • ελαφρός
    • ανίσχυρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυνατός
    • ισχυρός
    • γερός
    3
  4. Ορισμός
    • Χαρακτηριστικό κάποιου που δεν έχει δύναμη, είτε σωματική είτε ψυχική.
    • Που δεν έχει την ικανότητα να αντισταθεί σε εξωτερικές δυνάμεις ή πιέσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής ήταν πολύ αδύναμος μετά την εγχείρηση.
    • Η αδύναμη δομή του κτιρίου δεν άντεξε στον σεισμό.
    2