Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παντρέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
παντρεύω
-
παντρευτώ
)
Συνώνυμα
παντρεύω
συνδυάζω
ενώνω
3
Αντώνυμα
χωρίζω
διαλύω
αποσυνδέω
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον να παντρευτεί.
Να συνδέσω ή να ενώσω δύο πράγματα ή ανθρώπους.
2
Παραδείγματα
Η μητέρα της θέλει να την παντρέψει με τον γιο του φίλου της.
Ο μάγος πάντρεψε τα δύο κομμάτια του ξωτικού με ένα ξόρκι.
2