1. Συνώνυμα
    • συζεύγω
    • ενώνω
    • προξενεύω
    3
  2. Αντώνυμα
    • χωρίζω
    • διαλύω
    • απογαμίζω
    3
  3. Ορισμός
    • Να ενώνω δύο άτομα με γάμο.
    • Να παντρεύομαι κάποιον, να τον παίρνω σύζυγο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας της θέλει να την παντρέψει με τον γιο του φίλου του.
    • Τελικά παντρεύτηκαν μετά από δέκα χρόνια σχέσης.
    2