Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παντρεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
παντρεύομαι
-
παντρεύτηκες
-
παντρευτώ
-
παντρεμένη
-
παντρεμένος
-
παντρέψω
)
Συνώνυμα
συζεύγω
ενώνω
προξενεύω
3
Αντώνυμα
χωρίζω
διαλύω
απογαμίζω
3
Ορισμός
Να ενώνω δύο άτομα με γάμο.
Να παντρεύομαι κάποιον, να τον παίρνω σύζυγο.
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας της θέλει να την παντρέψει με τον γιο του φίλου του.
Τελικά παντρεύτηκαν μετά από δέκα χρόνια σχέσης.
2