Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παπάς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παπάκι
)
Συνώνυμα
ιερέας
κληρικός
πρεσβύτερος
3
Αντώνυμα
λαϊκός
κοσμικός
2
Ορισμός
Ο θρησκευτικός λειτουργός της Ορθόδοξης Εκκλησίας που έχει χειροτονηθεί και εκτελεί τα ιερά μυστήρια.
Ο τίτλος που απονέμεται σε έναν άνδρα που έχει χειροτονηθεί στην ιερατική τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
2
Παραδείγματα
Ο παπάς έκανε τη λειτουργία στο χωριό μας.
Ο παπάς ευλόγησε τα νεογέννητα παιδιά.
2