1. Λέξη
    παπάς (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παπάκι)
  2. Συνώνυμα
    • ιερέας
    • κληρικός
    • πρεσβύτερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • λαϊκός
    • κοσμικός
    2
  4. Ορισμός
    • Ο θρησκευτικός λειτουργός της Ορθόδοξης Εκκλησίας που έχει χειροτονηθεί και εκτελεί τα ιερά μυστήρια.
    • Ο τίτλος που απονέμεται σε έναν άνδρα που έχει χειροτονηθεί στην ιερατική τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παπάς έκανε τη λειτουργία στο χωριό μας.
    • Ο παπάς ευλόγησε τα νεογέννητα παιδιά.
    2