Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παπούτσι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παπαράτσι
)
Συνώνυμα
πέδιλο
υπόδημα
πατούσα
3
Αντώνυμα
γυμνό πόδι
1
Ορισμός
Είδος ένδυσης που φοριέται στα πόδια για προστασία και άνεση.
Εξάρτημα που καλύπτει το πόδι, συνήθως από δέρμα, ύφασμα ή άλλο υλικό.
2
Παραδείγματα
Έβαλε τα νέα του παπούτσια για την εκδρομή.
Το παπούτσι του ήταν πολύ στενό και τον έπιανε πόνος.
2