Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παπαράτσι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καράτσι
-
παράταση
-
παράταξη
-
παπούτσι
)
Συνώνυμα
παπάκι
παπαδάκι
παπαρούνα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό πουλί, συνήθως αναφέρεται σε νεαρό πάπια.
Ενδυμασία ή αξεσουάρ που μοιάζει με πάπια.
2
Παραδείγματα
Το παπαράτσι κολυμπούσε στη λίμνη δίπλα στη μητέρα του.
Η μικρή φορούσε ένα κίτρινο παπαράτσι στο κεφάλι της.
2