1. Λέξη
    παράνοια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράνομα - παράνομος - άνοια)
  2. Συνώνυμα
    • τρελά
    • μανία
    • παραφροσύνη
    3
  3. Αντώνυμα
    • λογική
    • σωφροσύνη
    • υγιής σκέψη
    3
  4. Ορισμός
    • Ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από παραλογισμό και παραισθήσεις.
    • Έντονη και παράλογη ανησυχία ή φόβος.
    • Υπερβολική εμμονή ή ενασχόληση με κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η παράνοια του τον οδήγησε να πιστεύει ότι όλοι τον κατασκοπεύουν.
    • Έχει παράνοια με την καθαριότητα και πλένει συνεχώς τα χέρια του.
    • Η πολιτική του παράνοια τον έκανε να χάσει όλους του τους φίλους.
    3