Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράνοια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράνομα
-
παράνομος
-
άνοια
)
Συνώνυμα
τρελά
μανία
παραφροσύνη
3
Αντώνυμα
λογική
σωφροσύνη
υγιής σκέψη
3
Ορισμός
Ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από παραλογισμό και παραισθήσεις.
Έντονη και παράλογη ανησυχία ή φόβος.
Υπερβολική εμμονή ή ενασχόληση με κάτι.
3
Παραδείγματα
Η παράνοια του τον οδήγησε να πιστεύει ότι όλοι τον κατασκοπεύουν.
Έχει παράνοια με την καθαριότητα και πλένει συνεχώς τα χέρια του.
Η πολιτική του παράνοια τον έκανε να χάσει όλους του τους φίλους.
3