Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράνομος (επίθετο) - (παρόμοια:
παράνομα
-
παράνοια
-
παράνυμφος
-
παράτολμος
)
Συνώνυμα
παράτυπος
αντινομικός
αθέμιτος
3
Αντώνυμα
νόμιμος
έγκυρος
θεμιτός
3
Ορισμός
Που δεν συμμορφώνεται με τους νόμους ή τους κανόνες.
Που δεν έχει νομική ισχύ ή αναγνώριση.
2
Παραδείγματα
Η παράνομη διακίνηση εμπορευμάτων αποτελεί σοβαρό έγκλημα.
Η κατασκευή του κτιρίου ήταν παράνομη, καθώς δεν είχε λάβει τις απαραίτητες άδειες.
2