1. Λέξη
    παράνομος (επίθετο) - (παρόμοια: παράνομα - παράνοια - παράνυμφος - παράτολμος)
  2. Συνώνυμα
    • παράτυπος
    • αντινομικός
    • αθέμιτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • νόμιμος
    • έγκυρος
    • θεμιτός
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν συμμορφώνεται με τους νόμους ή τους κανόνες.
    • Που δεν έχει νομική ισχύ ή αναγνώριση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παράνομη διακίνηση εμπορευμάτων αποτελεί σοβαρό έγκλημα.
    • Η κατασκευή του κτιρίου ήταν παράνομη, καθώς δεν είχε λάβει τις απαραίτητες άδειες.
    2