Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράρτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξάρτημα
-
παράνομα
-
αμάρτημα
)
Συνώνυμα
προσάρτημα
συμπλήρωμα
προσθήκη
3
Αντώνυμα
κύριο μέρος
βασικό τμήμα
2
Ορισμός
Βοηθητικό ή δευτερεύον τμήμα που συνδέεται με κάτι.
Στη βιολογία, όργανο ή δομή που είναι προσαρτημένο σε ένα μεγαλύτερο όργανο ή δομή.
Στη γραμματική, πρόσθετη πληροφορία που προστίθεται σε μια πρόταση.
3
Παραδείγματα
Το παράρτημα του βιβλίου περιέχει επιπλέον πληροφορίες.
Η σκωληκοειδής απόφυση είναι ένα παράρτημα του παχέος εντέρου.
Στην πρόταση 'Το βιβλίο, που είναι πολύ ενδιαφέρον, κυκλοφόρησε πρόσφατα', η φράση 'που είναι πολύ ενδιαφέρον' είναι ένα παράρτημα.
3